τροχιστήριο

τροχιστήριο
bileyci atölyesi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τροχιστήριο — και τροχιστήρι, το, Ν 1. τροχείο 2. (ο τ. τροχιστήρι) η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω + κατάλ. τήρι(ο)*] …   Dictionary of Greek

  • τροχιστήριο — το το εργαστήριο του τροχιστή, το τροχείο, το ακονιστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχείο — το τροχιστήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”